Useful english dictionary. 2012.
myzostome — my·zos·tome … English syllables
μυζόστομο — το ζωολ. δακτυλιοσκώληκας που ζει ως παράσιτο, κυρίως σε κρινοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myzostome (< μύζω (ΙΙ) + στόμα)] … Dictionary of Greek